φυτοκαραντίνα

φυτοκαραντίνα
η, Ν
(φυτοπαθ.) το σύνολο τών διαδικασιών, που σχετίζονται με την πρόληψη τής διασποράς ανεπιθύμητων μικροοργανισμών τόσο στις διάφορες περιοχές μιας χώρας όσο και μεταξύ διαφόρων χωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. plant quarantine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”